φλογερότητα

φλογερότητα
η, Ν [φλογερός]
1. η ιδιότητα τού φλογερού
2. μτφ. (σχετικά με συναισθήματα) σφοδρότητα, ένταση («φλογερότητα έρωτα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φλογερότητα — η το να είναι κανείς φλογερός, σφοδρότητα, βιαιότητα, πάθος, ορμή, περιπάθεια, θερμότητα: Η φλογερότητα των συναισθημάτων του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλκαίος — I (Μυτιλήνη 640 – 570 π.Χ.).Λυρικός ποιητής. O Α. έζησε σε μια εποχή δύσκολη για τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, εξαιτίας της αντίθεσης των μεγάλων αριστοκρατικών γενών, που μετάτην κατάργηση της… …   Dictionary of Greek

  • νεανιότης — νεανιότης, ἡ (Α) [νεανίας] 1. νεανικότητα 2. φλογερότητα, πάθος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”